- καρδιοχτύπι
- τοχτύπος της καρδιάς, χτυποκάρδι, αγωνία: Είχα καρδιοχτύπι στις εξετάσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καρδιοχτύπι — και καρδιοκτύπι το 1. ταχύς κτύπος, έντονος παλμός τής καρδιάς 2. μτφ. μεγάλη ανησυχία, αγωνία, φόβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού καρδιοχτυπώ]. το βλ. καρδιοχτύπι … Dictionary of Greek
χτυποκάρδι — και κτυποκάρδι, το, Ν καρδιοχτύπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χτύπος / κτύπος + καρδιά, με αντιστροφή τών συνθετικών τής λ. καρδιοχτύπι (πρβλ. φυλλομετρώ: μετροφυλλώ)] … Dictionary of Greek
καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής … Dictionary of Greek
καρδιοκρισία — καρδιοκρισία, ἡ (Μ) παλμός τής καρδιάς, καρδιοχτύπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + κρισία (< κρίτης ή < κριτος < κρίνω), πρβλ. α δια κρισία, δικαιο κρισία] … Dictionary of Greek
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek
νερόχιονο — το ψιλή και ψυχρή βροχή, χιονόνερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κατ αντιστροφή τού χιονόνερο (πρβλ. καρδιοχτύπι: χτυποκάρδι)] … Dictionary of Greek
σκαλοκέφαλο — το, Ν το κεφαλόσκαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί κατ αντιστροφή τού συνθ. κεφαλόσκαλο (πρβλ. καρδιοχτύπι: χρυποκάρδι)] … Dictionary of Greek
χρεοπιστώνω — Ν πιστοχρεώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιστοχρεώνω, με αντιστροφή τών συνθετικών (πρβλ. χτυποκάρδι: καρδιοχτύπι)] … Dictionary of Greek
χτυποκάρδι — το 1. καρδιοχτύπι, χτύπος της καρδιάς, παλμός. 2. αγωνία, φόβος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χτύπος — ο 1. χτύπημα, κρούση, βάρεμα. 2. κρότος. 3. ρυθμικός ήχος: Μόνο ο χτύπος του ρολογιού ακουγότανε. 4. παλμός της καρδιάς, καρδιοχτύπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)